βουταδιένιο

βουταδιένιο
Ακόρεστος υδρογονάνθρακας ο οποίος αποτελείται από 4 άτομα άνθρακα και 6 υδρογόνου. Ο χημικός του τύπος είναι CH2 = CH – CH = CH2. Το β. είναι το πρώτο μέλος της σειράς των υδρογονανθράκων με διπλό συζυγιακό δεσμό: δηλαδή τα άτομα του άνθρακα είναι διατεταγμένα σε γραμμική αλυσίδα και ενωμένα με δύο διπλούς δεσμούς, που χωρίζονται από έναν απλό δεσμό. Το β. βρίσκεται σε μικρή ποσότητα στο φωταέριο. Παράγεται με διάφορες συνθέσεις από το ακετυλένιο, από την αιθυλική αλκοόλη, από το βουτάνιο κλπ. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο, βράζει στους –3°C. Είναι πολύ δραστικό από χημική άποψη, εξαιτίας της ειδικής διάταξης των διπλών δεσμών και βρίσκει εφαρμογή στην παρασκευή διαφόρων ενώσεων και κυρίως ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία συνθετικού ελαστικού. Εγκαταστάσεις παραγωγής βουταδιένιου στη Ραβένα της Ιταλίας

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διένια ή διολεφίνες — Αλειφατικοί υδρογονάνθρακες που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη δύο διπλών δεσμών στο μόριό τους. Ανάλογα με τη θέση των διπλών δεσμών μπορούμε να έχουμε τρεις τύπους ενώσεων: με συσσωρευμένους διπλούς δεσμούς όταν αυτοί είναι γειτονικοί μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλική αλκοόλη — Η αλκοόλη που αντιστοιχεί στο αιθάνιο. Πρόκειται για το υγρό το γνωστό ως οινόπνευμα. Λέγεται και αιθανόλη. Έχει τύπο CΗ3CH2OH (βλ. λ. αλκοόλες, βουταδιένιο, εστέρες, ζύμωση, θερμόμετρο, πετρέλαιο, νάτριο). * * * ή αιθανόλη, η Χημ. το οινόπνευμα …   Dictionary of Greek

  • ερυθρίτης — I (Ορυκτ.). Ορυκτό ένυδρο αρσενικό κοβάλτιο, με χημικό τύπο CΟ3(AsO4)2·8H2O. Έχει χρώμα κόκκινο ή τεφρό μαργαριτοειδές, λάμψη μαργαριταριού έως διαμαντιού και παρουσιάζεται σε κρυσταλλικές βελόνες ή ίνες. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα,… …   Dictionary of Greek

  • ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… …   Dictionary of Greek

  • πολυβουταδιένιο — το, Ν (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία τών πολυμερών ενώσεων τού βουταδιενίου που χρησιμοποιούνται, σε συνδυασμό με το φυσικό καουτσούκ, για την παραγωγή διαφόρων συνθετικών ελαστομερών και εβονίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • χλωροβουταδιένιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασίατής χημικής ένωσης χλωροπρένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorobutadiene < chloro (< χλωρ[ο]* ) + butadiene «βουταδιένιο»] …   Dictionary of Greek

  • ελαστομερή — Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”